- αμώ
- (I)ἀμῶ (-άω) (Α)1. (για τα γεννήματα) θερίζω, δρέπω, κόβω2. (ενεργητικό και μέσο) κόβω3. αποκομίζω, κερδίζω, απολαύω4. κατασφάζω σε μάχη, «θερίζω».[ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρίζα *∂2em (πρβλ. αρχ. γερμ. māen, αγγλοσαξ. māwan). Στον Όμηρο απαντούν μόνο οι τ. ἀμῷεν, ἀμήσαντες, ἀπαμήσειε και το παράγωγο ἀμητῆρες. Από τη λαϊκή ετυμολογία ο τ. ἄμαλλα συνδέθηκε με το ἀμάω. Στην πραγματικότητα, ο τ. ἄμαλλα συνδέεται μάλλον με το ἀμάομαι (βλ. ἀμῶ ΙΙ).ΠΑΡ. ἀμητὸς αρχ. ἀμητὴρ (θηλ. ἀμήτειρα), ἀμητήριον, ἀμητής, ἄμητος.ΣΥΝΘ. αρχ. ἀπαμάω, διαμάω, ἐξαμάω, καταμάω].————————(II)ἀμῶ (-άω) (Α) (σε χρήση κυρίως το μέσο) συγκεντρώνω, μαζεύω, συναθροίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θεωρήθηκε ως παράγωγο τής λ. ἅμα, πράγμα που δεν αποκλείει η έλλειψη δασύτητας στη λ., η οποία μπορεί να ερμηνευθεί (πρβλ. ἐφαμᾶν, Ηλιόδ. Ερωτ.). Ο τ. συνδέεται πιθ. με λιθ. semiu «αντλώ», samtis «μεγάλη κουτάλα τής σούπας», που παρουσιάζουν μια παράλληλη σημασιολογική εξέλιξη. Κατ' άλλη άποψη, ἀμῶ < ΙΕ ρίζα *∂2em - «περισυλλέγω (κάτι υγρό)», που συνδέεται με το αρχ. ινδ. amatra-n «δοχείο» και με το ἀμέλγω, «αρμέγω». Οι τ. τής ετυμολογικής αυτής οικογένειας συνιστούν περισσότερο τεχνική ορολογία και ακολούθησαν διάφορες κατευθύνσεις. Υπέστησαν επίσης την επίδραση τής συγγενούς οικογένειας τού ρ. ἀμάω (-ῶ): «θερίζω».ΠΑΡ. αρχ. ἄμαλλα, ἄμη.ΣΥΝΘ. αρχ. ἐξαμάω, ἐπαμάομαι, καταμάω].
Dictionary of Greek. 2013.